- προλεσχηνεύομαι
- Α(αποθ.) συζητώ, συνομιλώ προηγουμένως («προλελεσχηνευμένων αὐτῷ ἀποστάσιος πέρι», Ηρόδ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < προ-* + λεσχηνεύω «συζητώ, συνομιλώ»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προλελεσχηνευμένων — προλεσχηνεύομαι hold conversations with perf part mp fem gen pl προλεσχηνεύομαι hold conversations with perf part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)